- τραχύτητα
- η1. ανωμαλία επιφάνειας: Τραχύτητα τοίχου.2. μτφ., σκληρότητα, βιαιότητα, βαρβαρότητα: Έχουν τραχύτητα οι τρόποι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραχύτητα — η / τραχύτης, ητος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τραχυτής, ῆτος, Α [τραχύς] 1. ανωμαλία επιφάνειας («διὰ τὴν τῆς χώρας τραχύτητα», Ξεν.) 2. μτφ. α) βαναυσότητα, αγριότητα («τραχύτης βλέμματος», Πλούτ.) β) (για φωνή) βραχνάδα νεοελλ. 1. σκληρότητα, σκληράδα 2 … Dictionary of Greek
τραχύτητα — τρᾱχύτητα , τραχύτης roughness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
SALAMIS vel SALAMIN — SALAMIS, vel SALAMIN hodie Coluri, teste Sophianô, insula sinus Saronici, inter Peloponnesum et Atticam, Aeginae proxima. Dionysius v. 511. Πρόςθε δὲ Σουνιάδος κορυφῆς, ἐφύπερθεν Α᾿βάντων Φαίνονται Σαλαμίς τε καὶ Αἰγίνης πτολιέθρον. Olim Cychria … Hofmann J. Lexicon universale
αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… … Dictionary of Greek
αυθάδεια — η (AM αὐθάδεια) [αυθάδης] θράσος αρχ. 1. ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα 2. σκληρότητα ή τραχύτητα χαρακτήρα 3. (για έργα τέχνης) εκφραστική ακαμψία, τραχύτητα 4. αλαζονεία … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Самбика — Самбика, самбука (греч. σαμβύκη, лат. sambuca) древнегреческий струнный щипковый инструмент типа треугольной арфы, вероятно, завезённый в Грецию с Ближнего Востока. Большинство авторов описывают самбику как инструмент небольшого размера с… … Википедия
PHOLEGANDRUS — in sula una Sporadum. Philocandrus, Ptolem. et Hesychio. Phlegandrus est Punice Phelec gundari, h. e. tractus lapidosus. Recte Bochartum, l. 1. Chandan, c. 14. sic coniectâsse, doceant haec Strabonis, l. 10. quae inde descripsit Stephanus:… … Hofmann J. Lexicon universale
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek